Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ть καταθέτω

  • 1 καταθέτω

    (αόρ. κατέθεσα, παθ. αόρ. κατατέθηκα и κατετέθην, μετχ. παθ. πρκ. κατατεθειμένος) μετ.
    1) закладывать; класть (фундамент); 2) возлагать (цветы и т. п.); 3) вкладывать, вносить; депонировать;

    καταθέτω χρήματα στην τράπεζα (στο ταμιευτήριο) — вкладывать деньги в банк (в сберкассу);

    4) юр. давать показания;

    § καταθέτω τα όπλα — складывать оружие, сдаваться; — капитулировать;

    καταθέτω την εντολήν — слагать с себя полномочия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καταθέτω

  • 2 καταθέτω

    [кататэто] р. сберегать, откладывать, (νομ.) давать показания перед судом,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταθέτω

  • 3 καταθέτω

    [кататэто] ρ сберегать, откладывать, (νομ) давать показания перед судом.

    Эллино-русский словарь > καταθέτω

  • 4 καταθέτω

    (πχ. χρήματα)
    depositar

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > καταθέτω

  • 5 καταθέτω

    consigner

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > καταθέτω

  • 6 consigner

    καταθέτω

    Dictionnaire Français-Grec > consigner

  • 7 возложить

    возложить 1) καταθέτω; \возложить
    * * *

    возложи́ть вено́к — καταθέτω στέφανο

    2) ( поручать) αναθέτω
    ••

    возложи́ть наде́жды — στηρίζω τις ελπίδες

    Русско-греческий словарь > возложить

  • 8 вносить

    1. (включать, вписывать) καταχωρώ, εγγράφω 2. (платить, делать взнос) συνεισφέρω, καταθέτω, πληρώνω 3. (проект, предложение и т.п.) καταθέτω
    εισηγούμαι
    υποβάλλω, προτείνω
    4. (удобрения) ρίχνω/ρίπτω (λιπάσματα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вносить

  • 9 венок

    I венок м το στεφάνι, ο στέ φανος возложить \венок κατα θέτω στέφανο II венок καταθέτω στέφανο 2) (поручать) αναθέτω ◇ \венок надежды στηρίζω τις ελπίδες
    * * *
    м
    το στεφάνι, ο στέφανος

    возложи́ть вено́к — καταθέτω στέφανο

    Русско-греческий словарь > венок

  • 10 вложить

    вложить 1) βάζω 2) (капитал) καταθέτω
    * * *
    2) ( капитал) καταθέτω

    Русско-греческий словарь > вложить

  • 11 внести

    внести 1) φέρνω μέσα,μπάζω· επιφέρω (в -проект и т. п.) 2) (уплатить) πληρώνω \внестиденьги καταβάλλω (или καταθέτω) χρήματα 3) (вписать) εγγράφω· \внести в список εγγράφω στον κατάλογο 4): \внести предложение υποβάλλω (или κάνω) πρόταση \внести законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο
    * * *
    1) φέρνω μέσα, μπάζω; επιφέρω (в проект и т. п.)
    2) ( уплатить) πληρώνω

    внести́ де́ньги — καταβάλλω ( или καταθέτω) χρήματα

    3) ( вписать) εγγράφω

    внести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο

    4)

    внести́ предложе́ние — υποβάλλω ( или κάνω) πρόταση

    внести́ законопрое́кт — υποβάλλω νομοσχέδιο

    Русско-греческий словарь > внести

  • 12 вносить

    вносить
    несов·
    1. φέρ(ν)ω/ είσάγω (внутрь)/ ἀνεβάζω, κουβαλῶ ἀπάνω (наверх)·
    2. (платить) συνεισφέρω, καταθέτω·
    3. (включать, вписывать) καταχωρώ, ἀναγράφω, ἐγγράφω:
    \вносить в список καταχωρώ (или ἐγγράφω) στον κατάλογο·
    4. (проект, предложение и т. п.) καταθέτω, είσηγοῦμαι, κάνω, ὑποβάλλω, προτείνω:
    \вносить поправки κάνω τροποποιήσεις, ὑποβάλλω τροπολογίες· ◊ \вносить оживление δίνω ζωντάνια, ἐπιφέρω ζωηρότητά \вносить раздо́ры προκαλώ (или φέρνω) διχόνοια

    Русско-новогреческий словарь > вносить

  • 13 возложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -оженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καταθέτω•

    возложить венок καταθέτω στεφάνι.

    2. αναθέτω (εντολή, έργο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > возложить

  • 14 класть

    кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -ло
    ρ.δ. μ.
    1. θέτω, τοποθετώ, βάζω•

    раненого на носилки βάζω τον τραυματία στο φορείο•

    класть деньги в карман βάζω τα χρήματα στη τσέπη•

    класть на место βάζω στη θέση.

    || καταθέτω•

    класть в сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο.

    || αποτυπώνω•

    класть печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.)• и περνώ στρώμα•

    класть краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι. μπογιά.

    2. παραθέτω• σερβίρω. || ρίχνω•

    класть сахар в чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι..

    3. χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. класть стену χτίζω τοίχο. || επιδίδομαι•

    класть все усилия βάζω όλα τα δυνατά.

    4. προύπολογίζω. || καθορίζω (τιμή).
    5. ευνουχίζω•

    класть жеребца ευνουχίζω το πουλάρι.

    6. (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη σημασία; κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) класть начало κάνω την αρχή•

    класть конец βάζω τέρμα•

    основание βάζω τη βάση•

    класть преграду βάζω εμπόδιο (καθυστερώ).

    εκφρ.
    класть оружие – καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)•
    класть земные поклоны – κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις•
    класть пятно – κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά•
    класть яйца (яички) – αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)•
    - в рот кому – του δίνω να καταλάβει καλά•
    себе в кармин – τσεπώνω, ιδιοποιούμαι•
    класть на музыку – μελοποιώ στίχους•
    класть на бок; класть на столько-то градусов – (ναυτ.) γέρνω το σκάφος•
    класть зубы на полку – ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα.
    (για κότες) γεννώ.

    Большой русско-греческий словарь > класть

  • 15 свидетельствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•

    подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•

    результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•

    -ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.

    2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•

    свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.

    3. εξετάζω.
    εκφρ.
    свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.
    1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.
    2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свидетельствовать

  • 16 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 17 депозит

    (фин., эк.) η κατάθεσ/η, ο λογαριασμός, το αποθετήριο
    вносить деньги в - αποταμιεύω, καταθέτω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > депозит

  • 18 депонирование

    фин. η κατάθεση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > депонирование

  • 19 интерпелляция

    η (επ)ερώτηση (του βουλευτή προς την κυβέρνηση)
    -ировать επερωτώ (μέλος της κυβέρνησης), καταθέτω επερώτηση (προς την κυβέρνηση)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерпелляция

  • 20 показание

    1. (прибора, термометра) η ένδειξη 2. юр. η κατάθεσ/η * давать - я καταθέτω, δίνω -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показание

См. также в других словарях:

  • καταθέτω — καταθέτω, κατέθεσα και κατάθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταθέτω — (Μ καταθέτω) 1. τοποθετώ κάτω, αποθέτω 2. παραδίδω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. (ως δικανικός όρος) παρέχω, δίνω μαρτυρία για πρόσωπα ή για γεγονότα ενώπιον δικαστικής ή ανακριτικής αρχής μσν. 1. ρίχνω κάποιον κάτω νεκρό… …   Dictionary of Greek

  • καταθέτω — κατάθεσα, κατατέθηκα, καταθεμένος 1. αποθέτω, θέτω κάτι κάτω: Οι φοιτητές κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 2. δίνω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό: Κατέθεσε πολλά λεφτά στην τράπεζα. 3. κάνω μαρτυρική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακαταθέτω — [καταθέτω] καταθέτω εκ νέου, κάνω νέα κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταθέτω] …   Dictionary of Greek

  • εκμαρτυρώ — ἐκμαρτυρῶ ( έω) (Α) 1. μαρτυρώ, καταθέτω 2. αποκαλύπτω, εξομολογούμαι 3. καταθέτω εγγράφως ως μάρτυρας σε περίπτωση απουσίας …   Dictionary of Greek

  • επιδιατίθημι — ἐπιδιατίθημι (Α) 1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.) 3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω… …   Dictionary of Greek

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • καταμαρτυρώ — (AM καταμαρτυρῶ, έω) μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ αρχ. 1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, έομαι α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου β) (για μαρτυρία) φέρομαι… …   Dictionary of Greek

  • κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυώ — άω (Α μεσεγγυῶ) [μεσέγγυος] καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του αρχ. φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»